- δίβολον
- δίβολοςtwice-thrownmasc/fem acc sgδίβολοςtwice-thrownneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίβολος — η, ο (Α ος, ον) νεοελλ. 1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε 2. διφορούμενος αρχ. 1. διπλός 2. αυτός που έχει δύο αιχμές 3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βολος < βόλος < βάλλω] … Dictionary of Greek